- αιμυλοπλόκος
- αἱμυλοπλόκος, -ον (Α)δολοπλόκος, πανούργος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμύλος* + -πλόκος* < πλέκω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱμυλοπλόκος — weaving wiles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπλοκος — η, ο (AM δίπλοκος, ον) ο διπλά πλεγμένος, δίκλωνος νεοελλ. δίπλοκο (σχοινί) αυτό που αποτελείται από τρία ή τέσσερα πλεγμένα μονόπλοκα σχοινιά, καρλίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * (βλ. λ. δις) + πλοκος < πλέκω (πρβλ. αιμυλοπλόκος, καλαθοπλόκος)] … Dictionary of Greek